ἀπολαύω

ἀπολαύω
ἀπο-λαύω, [tense] fut.
A

-λαύσομαι Ar. Av.177

, Pl.Chrm.172b, etc.; later

-λαύσω D.H.6.4

, Plu.Pyrrh.13, etc. (in earlier writers corrupt, as Hyp.Epit.30): [tense] aor.

ἀπέλαυσα E.IT526

, Ar.Av.1358, etc.: [tense] pf.

-λέλαυκα Pl.Com.169

, Isoc.19.23: —[voice] Pass., [tense] pf.

-λέλαυται Philostr. VA6.19

, but

ἀπολελαυσμένος Plu.2.1089c

,1099e ([etym.] ἐν-): [tense] aor.

ἀπελαύσθην Ph.1.37

.—The double augm. ἀπήλαυον, ἀπήλαυσα, is found in codd. of Id.1.435, etc., prob. in LW 1046.5 ([place name] Blaudos). (The simple λαύω is not found, but was = λάφω, expl. by Aristarch. as ἀπολαυστικῶς ἔχω, cf. Apollon.Lex., Sch.Od. 19.229):—have enjoyment of a thing, have the benefit of it, c. gen. rei,

τῆς σῆς δικαιοσύνης Hdt.6.86

.

ά; τῶν σιτίων Hp.VM11

, cf. Pl.R. 354b; ἰχθύων, λαχάνων, ἐδεσμάτων, etc., enjoy them, Amphis 26, Aristopho 10.3, Antiph.8; ποτῶν, ὀσμῶν, X.Cyr.7.5.81, Hier.1.24, etc.;

τῶν ἀγαθῶν Isoc.1.9

, Pl.Grg.492b;

σχολῆς Id.Lg.781e

; τῆς σιωπῆς ἀ. take advantage of it, D.21.203;

τῆς ἐξουσίας Aeschin.3.130.2

. with acc. cogn. added, ἀ. τί τινος enjoy an advantage from some source,

τί γὰρ . . ἂν ἀπολαύσαιμι τοῦ μαθήματος; Ar.Nu. 1231

, cf. Th.1008, Pl.236;

ἐλάχιστα ἀ. τῶν ὑπαρχόντων Th.1.70

;

τοῦ βίου τι ἀ. Id.2.53

;

ζῴων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀ. ὁ ἄνθρωπος X.Mem.4.3.10

, cf. Pl.Euthd.299a, etc.;

τοσοῦτον εὐερίας ἀπολέλαυκε Pl.Com. 169.3

. c. acc. (instead of gen.),

ἀ. τὸν βίον Diph.32.6

(ἀποβάλλειν cj. Kock);

ἀ. καὶ πάσχειν τι Arist.Sens.443b3

. 4. abs., οἱ ἀπολαύοντες, opp. οἱ πονοῦντες, Id.Pol.1263a13; ἧττον ἀ. to have less enjoyment, Id.HA584a21;

ἡδόμενοι καὶ -οντες Plu.2.69e

.
II in bad sense (freq. ironically), have the benefit of,

τῶν Οἰδίπου κακῶν ἀ. E.Ph.1205

;

ἀ. τι τῶν γάμων Id.IT526

;

ἧς ἀπολαύων Ἅιδην . . καταβήσει Id.Andr.543

(lyr.); τῶν ἁμαρτημάτων, τῶν ἀσεβῶν ἀ., Hp.VM 12, Pl.Lg.910b;

φλαῦρόν τι ἀ. Isoc.8.81

, cf. Pl.Cri.54a: with Preps.,

ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων [παθῶν] ἀ. Id.R.606b

; ἐκ τῆς μιμήσεως τοῦ εἶναι ἀ. ib.395c;

ἀπ' ἄλλου ὀφθαλμίας ἀ. Id.Phdr.255d

.
2 abs., have a benefit, come off well,Ar.Av.1358.
III make sport of,

συνοδοιπόρου Thphr.Char.23.3

, cf. Lys.6.38.—Chiefly [dialect] Att.; Trag. only in E. (Cf. Lat. lu-crum, Goth. laun 'payment', Slav. loviti 'capture'; cf. [dialect] Dor. λᾱία, [dialect] Att. λεία 'booty'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀπολαύω — have enjoyment of pres subj act 1st sg ἀπολαύω have enjoyment of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολαύω — → δες σημείωση για ρ. απολαμβάνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • απολαύω — απόλαυσα και απόλαψα 1. πετυχαίνω κάποιο καλό, καρπώνομαι, ωφελούμαι: Εργάστηκε σκληρά στη ζωή του, αλλά πολύ λίγα πράγματα απόλαψε. 2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι από κάτι: Επιτέλους μπορούσαν να απολαύσουν ησυχία και καθαριότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολαύετε — ἀπολαύω have enjoyment of pres imperat act 2nd pl ἀπολαύω have enjoyment of pres ind act 2nd pl ἀπολαύω have enjoyment of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαύῃ — ἀπολαύω have enjoyment of pres subj mp 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of pres ind mp 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυομένων — ἀπολαύω have enjoyment of pres part mp fem gen pl ἀπολαύω have enjoyment of pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυσάντων — ἀπολαύω have enjoyment of aor part act masc/neut gen pl ἀπολαύω have enjoyment of aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυσόμεθα — ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 1st pl (epic) ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαυόντων — ἀπολαύω have enjoyment of pres part act masc/neut gen pl ἀπολαύω have enjoyment of pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολαῦον — ἀπολαύω have enjoyment of pres part act masc voc sg ἀπολαύω have enjoyment of pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”